Στον Θανάση Εξαρχόπουλο
Στον
Θανάση Εξαρχόπουλο
Λοιπόν, είναι στιγμές που απ’ το μυαλό του ανθρώπου περνάνε αλλόκοτες εικόνες. Όχι που θέλω να το παινευτώ, μα να, έτσι και γινότανε να γυρίσω τις εικόνες που έχω στο μυαλό μου σε ζωγραφιές, ν’ απλώσω τις ζωγραφιές πάνω στο τραπέζι, από κει στο κρεβάτι, από κει στο πάτωμα της κάμαρας, από κει σ’ όλο το σπίτι, από κει, μια και δε φτάνει το σπίτι, να τις καρφώσω στους έξω τοίχους, να κατέβω στην αυλή, εικόνα σκαλοπάτι –εικόνα σκαλοπάτι, να στρώσω το δάπεδο της αυλής, να σκεπάσω το φράχτη στεφάνι της αυλής, από κει να τις κρεμάσω στην έξω μεριά του φράχτη, από κει να τις απλώσω στο μικρό κομμάτι του δρόμου που χωρίζει τα σπίτια, σπίτια ζερβά, σπίτια δεξιά, τα σπίτια μας σύνορο λόφος του Σίμωνα, περιοχή Άνω Κλειστών, καθώς κατηφορίζουνε τα σπίτια, που λες μονά-ζυγά, κατρακυλάει η γειτονιά, ώσπου να φτάσω στ’ άλλα σπίτια, […] μα δε μου φτάνει ο τόπος…
[Θανάσης Εξαρχόπουλος, Αθήνα 1994]
…έφτασαν στον ουρανό, οι εικόνες, πέρασαν από
την τέταρτη διάσταση στις επόμενες, στο σύνορο της παλέτας όπου αναμιγνύεται ο
χρόνος, παρελθόν και μέλλον το παρόν, για να το πω διαφορετικά ότι μένει πίσω
περνά μπροστά, το μέλλον…
Η
απόσταση του ορατού από το αόρατο, μαύρου λευκού, μία ανάσα, η ανάσα είναι ζωή,
την βλέπεις δεν την βλέπεις αδιάφορο, όπως και να ‘χει τα χρώματα της φύσης δεν
ξεθωριάζουν ποτέ!
Το
σπίτι της οδού Χεΰδεν 12, στολίδι της πόλης εξωτερικά, θησαυρός εσωτερικά,
αγκυροβόλιο το θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια, πέρασε φοβέρες και καημούς,
έμεινε αμετανόητα ίδιο στην λεπτομέρεια του. Πάνω και πέρα απ’ όλα μένει η
γλυκύτητα των ενοίκων του, γλυκύτητα αγάπης που απλώθηκε λευκό πανί σε γαλανό
ουρανό… και ταξιδεύει στο μέλλον.
Ότι απόμεινε στα χρόνια που σας ξέρω είναι
φοβέρες, φτιασίδια, μάταια φτηνά
στολίδια
κι άλλα που δεν σημαίνουν τίποτα
πια.
[πριν το κείμενο στο βιβλίο]
Θ.
Εξ. Σκίτσο ανεξάρτητο
και
προφητικά επίκαιρο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου